- ακατάβρεχτος
- -η, -οαυτός που δεν καταβρέχτηκε: Άφησαν και σήμερα τους δρόμους ακατάβρεχτους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακατάβρεχτος — η, ο και ακατάβρεκτος εκείνος που δεν τόν έχουν καταβρέξει … Dictionary of Greek